LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Paymaster
/pˈeɪmɑːstɐ/
/pˈeɪmæstɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "paymaster"
Paymaster
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person in charge of paying wages
word family
pay
master
paymaster
paymaster
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
payload
paying back
paying attention
paying
paygrade
payment
payment rate
payne's gray
paynim
payoff
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App