LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Paying
/pˈeɪɪŋ/
/ˈpeɪɪŋ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "paying"
paying
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
for which money is paid
02
yielding a fair profit
word family
pay
pay
Verb
paying
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
paygrade
payer
payena
payee
paye
paying attention
paying back
payload
paymaster
payment
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App