Paying
volume
British pronunciation/pˈe‍ɪɪŋ/
American pronunciation/ˈpeɪɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "paying"

01

for which money is paid

02

yielding a fair profit

word family

pay

pay

Verb

paying

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store