LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pavage
/pˈavɪdʒ/
/pˈævɪdʒ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "pavage"
Pavage
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of applying paving materials to an area
02
a tax toward paving streets
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pause
pauropoda
pauperize
pauperization
pauperism
pavane
pavarotti
pave
pave the way for
paved
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App