Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
parttime
01
μερικής απασχόλησης, ημιαπασχόληση
for less than the standard number of hours
Λεξικό Δέντρο
parttime
part
time
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μερικής απασχόλησης, ημιαπασχόληση
Λεξικό Δέντρο
part
time