Parlourmaid
volume
British pronunciation/pˈɑːləmˌe‍ɪd/
American pronunciation/pˈɑːɹlɚmˌeɪd/

Ορισμός και Σημασία του "parlourmaid"

01

a maid in a private home whose duties are to care for the parlor and the table and to answer the door

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store