LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Parget
/pˈɑːɡɪt/
/pˈɑːɹɡɪt/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "parget"
Parget
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
plaster used to coat outer walls and line chimneys
to parget
ΡΉΜΑ
01
apply ornamental plaster to
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
parfait glass
parfait
pareve
pareto
paretic
pargeting
pargetry
pargetting
parheliacal
parhelic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App