Parceling
volume
British pronunciation/pˈɑːsəlɪŋ/
American pronunciation/ˈpɑɹsəɫɪŋ/, /ˈpɑɹsɫɪŋ/
parcelling

Ορισμός και Σημασία του "parceling"

01

the act of distributing by allotting or apportioning; distribution according to a plan

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store