LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Papule
/pˈapjuːl/
/pˈæpjuːl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "papule"
Papule
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a small inflamed elevation of skin that is nonsuppurative (as in chicken pox)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
papuan language
papua new guinea
papua
paprilus alepidotus
paprilus
papulovesicle
papyrus
par
par excellence
par for the course
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App