LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Paid vacation
/pˈeɪd veɪkˈeɪʃən/
/pˈeɪd veɪkˈeɪʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "paid vacation"
Paid vacation
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a vacation from work by an employee with pay granted
Παράδειγμα
The
contract
runs
that
employees
are
entitled
to
three
weeks
of
paid vacation
each year
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App