Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pact
01
σύμφωνο, συμφωνία
a formal agreement between parties, particularly to help one another
Παραδείγματα
The two countries signed a defense pact to ensure mutual protection against external threats.
Οι δύο χώρες υπέγραψαν ένα σύμφωνο άμυνας για να εξασφαλίσουν αμοιβαία προστασία έναντι εξωτερικών απειλών.
The environmental groups entered into a pact to collaborate on climate change initiatives.
Οι περιβαλλοντικές ομάδες συνήψαν σύμφωνο για να συνεργαστούν σε πρωτοβουλίες για την κλιματική αλλαγή.



























