LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oxlip
/ˈɒkslɪp/
/ˈɑːkslɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "oxlip"
Oxlip
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Eurasian primrose with yellow flowers clustered in a one-sided umbel
word family
oxlip
oxlip
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oximeter
oxime
oxidoreduction
oxidoreductase
oxidizing agent
oxpecker bird
oxtail
oxtail soup
oxtant
oxtongue
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App