LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oxidizer
/ˈɒksɪdˌaɪzə/
/ˈɑksɪˌdaɪzɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "oxidizer"
Oxidizer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a substance that oxidizes another substance
word family
oxide
oxide
Noun
oxidize
Verb
oxidizer
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oxidized ldl cholesterol
oxidized
oxidize
oxidization
oxidizable
oxidizing agent
oxidoreductase
oxidoreduction
oxime
oximeter
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App