Oxidizer
volume
British pronunciation/ˈɒksɪdˌaɪzə/
American pronunciation/ˈɑksɪˌdaɪzɝ/

Ορισμός και Σημασία του "oxidizer"

01

a substance that oxidizes another substance

word family

oxide

oxide

Noun

oxidize

Verb

oxidizer

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store