Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outbuilding
01
εξωκλήσι, αποθήκη
a small separate building that is built near a main building that it belongs to, such as a shed or barn
Παραδείγματα
He keeps his bicycle and camping gear in the outbuilding on the property.
Κρατάει το ποδήλατο και τον εξοπλισμό κατασκήνωσης στο παρεκκλήσι της ιδιοκτησίας.
The family decided to turn the outbuilding into a guest house for visiting relatives.
Η οικογένεια αποφάσισε να μετατρέψει το παράπηγμα σε ένα σπίτι για επισκέπτες για τους επισκέπτες συγγενείς.



























