Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Orderliness
01
τακτικότητα
a condition of regular or proper arrangement
02
μεθοδικότητα, τάξη
the quality of appreciating method and system
Λεξικό Δέντρο
disorderliness
orderliness
orderly
order
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τακτικότητα
μεθοδικότητα, τάξη
Λεξικό Δέντρο