LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oral sex
/ˈɔːɹəl sˈɛks/
/ˈoːɹəl sˈɛks/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "oral sex"
Oral sex
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
oral stimulation of the genitals
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oral roberts
oral presentation
oral phase
oral personality
oral irrigator
oral smear
oral stage
oral surgeon
oralism
orally
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App