Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
open fireplace
/ˈoʊpən fˈaɪɚpleɪs/
/ˈəʊpən fˈaɪəpleɪs/
Open fireplace
01
ανοιχτή εστία, ανοιχτό τζάκι
an open recess in a wall at the base of a chimney where a fire can be built
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανοιχτή εστία, ανοιχτό τζάκι