LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
On approval
/ˌɒn ɐpɹˈuːvəl/
/ˌɑːn ɐpɹˈuːvəl/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "on approval"
on approval
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
for examination (with an option to buy)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
on and on
on and off
on an irregular basis
on an individual basis
on an equal footing
on average
on balance
on behalf of
on bended knee
on best behavior
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App