LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oil-soluble
/ˈɔɪlsˈɒljuːbəl/
/ˈɔɪlsˈɑːljuːbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "oil-soluble"
oil-soluble
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
soluble in oil
word family
oil-soluble
oil-soluble
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oil-rich seed
oil-industry analyst
oil-hardened steel
oil-fired
oil-bearing
oil-water interface
oilbird
oilcan
oilcloth
oiled
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App