Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ohmmeter
01
ωμόμετρο, μετρητής αντίστασης
a device used for measuring electrical resistance in a circuit, stated in ohms
Παραδείγματα
He used an ohmmeter to check the resistance of the circuit.
Χρησιμοποίησε ένα ωμόμετρο για να ελέγξει την αντίσταση του κυκλώματος.
The technician calibrated the ohmmeter before taking measurements.
Ο τεχνικός βαθμονόμησε το ωμόμετρο πριν από τις μετρήσεις.



























