Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obliquely
01
πλάγια, έμμεσα
in a manner that is not direct or straightforward
Παραδείγματα
He answered the question obliquely, without providing a clear response.
Απάντησε στην ερώτηση πλάγια, χωρίς να δώσει σαφή απάντηση.
Instead of addressing the issue directly, he approached it obliquely.
Αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα άμεσα, το πλησίασε λοξά.
02
λοξά
at an oblique angle
03
λοξά, προς τη μία πλευρά
to, toward or at one side
Λεξικό Δέντρο
obliquely
oblique



























