LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Nut grass
/nˈʌt ɡɹˈas/
/nˈʌt ɡɹˈæs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "nut grass"
Nut grass
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a widely distributed perennial sedge having small edible nutlike tubers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
nut driver
nut case
nut butter
nut bread
nut bar
nut house
nut pine
nut sedge
nut tree
nut-bearing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App