Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nuclear power
01
πυρηνική ενέργεια, πυρηνική ισχύς
a type of energy generated by splitting atoms to release their stored energy
Παραδείγματα
Nuclear power plants generate electricity by harnessing the energy released from splitting atoms.
Οι πυρηνικοί σταθμοί παράγουν ηλεκτρική ενέργεια αξιοποιώντας την ενέργεια που απελευθερώνεται από τη διάσπαση των ατόμων.
The country is investing in nuclear power to reduce its reliance on fossil fuels.
Η χώρα επενδύει στην πυρηνική ενέργεια για να μειώσει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα.



























