LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Nuclear fuel
/njˈuːkliə fjˈuːəl/
/nˈuːklɪɹ fjˈuːəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "nuclear fuel"
Nuclear fuel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
fuel (such as uranium) that can be used in nuclear reactors as a source of electricity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
nuclear fission
nuclear family
nuclear explosion
nuclear engineering
nuclear energy
nuclear fusion
nuclear fusion reaction
nuclear magnetic resonance
nuclear medicine
nuclear meltdown
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App