LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Nova scotian
/nˈəʊvə skˈəʊʃən/
/nˈoʊvə skˈoʊʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "nova scotian"
Nova scotian
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a native or inhabitant of Nova Scotia
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
nova scotia salmon
nova scotia lox
nova salmon
nova lox
nova lisboa
nova style salmon
nova zembla
novate
novation
novaya zemlya
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App