LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Novate
/nˈɒveɪt/
/nˈɑːveɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "novate"
to novate
ΡΉΜΑ
01
replace with something new, especially an old obligation by a new one
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
nova zembla
nova style salmon
nova scotian
nova scotia salmon
nova scotia lox
novation
novaya zemlya
novel
novel food
novelette
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App