Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nose job
01
ρινοπλαστική, χειρουργική της μύτης
a surgical procedure performed on someone's nose that changes its appearance to make it look more attractive
Παραδείγματα
She decided to undergo a nose job to correct a deviated septum that was causing breathing problems.
Αποφάσισε να υποβληθεί σε ρινοπλαστική για να διορθώσει μια αποκλίνουσα ρινική μεσότοιχο που προκαλούσε προβλήματα αναπνοής.
After years of feeling self-conscious about her appearance, she finally scheduled a nose job.
Μετά από χρόνια να αισθάνεται ανασφαλής για την εμφάνισή της, τελικά προγραμματίστηκε μια ρινοπλαστική.



























