Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nonconductor
01
μη αγώγιμο, μονωτής
a material such as glass or porcelain with negligible electrical or thermal conductivity
Λεξικό Δέντρο
nonconductor
conductor
conduct
conduce
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μη αγώγιμο, μονωτής
Λεξικό Δέντρο