Attired
volume
British pronunciation/ɐtˈa‍ɪ‍əd/
American pronunciation/əˈtaɪɹd/

Ορισμός και Σημασία του "attired"

01

dressed or clothed especially in fine attire; often used in combination

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store