Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ninetieth
01
ενενηκοστός, ενενηκοστή
position 90 in a countable series of things
ninetieth
01
ενενηκοστός, ενενηκοστός
the ordinal number of ninety in counting order
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ενενηκοστός, ενενηκοστή
ενενηκοστός, ενενηκοστός