LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Needle palm
/nˈiːdəl pˈɑːm/
/nˈiːdəl pˈɑːm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "needle palm"
Needle palm
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
yucca with long stiff leaves having filamentlike appendages
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
needle lace
needle in a haystack
needle holder
needle furze
needle cast
needle plate
needle rush
needle spike rush
needle wood
needle-bush
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App