LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Natural gas
/nˈatʃəɹəl ɡˈas/
/nˈætʃɚɹəl ɡˈæs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "natural gas"
Natural gas
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a fossil fuel in the gaseous state; used for cooking and heating homes
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
natural fibre
natural fiber
natural family planning
natural event
natural endowment
natural glass
natural habitat
natural history
natural immunity
natural killer cell
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App