LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Narrow-leaved white-topped aster
/nˈaɹəʊlˈiːvd wˈaɪttˈɒpt ˈastə/
/nˈæɹoʊlˈiːvd wˈaɪttˈɑːpt ˈæstɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "narrow-leaved white-topped aster"
Narrow-leaved white-topped aster
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a variety of white-topped aster
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
narrow-leaved water plantain
narrow-leaved reedmace
narrow-leaved plantain
narrow-leaved flame flower
narrow-leaved everlasting pea
narrow-minded
narrow-mindedly
narrow-mindedness
narrow-mouthed
narrow-track vehicle
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App