Mutism
volume
British pronunciation/mjˈuːtɪzəm/
American pronunciation/mjˈuːɾɪzəm/

Ορισμός και Σημασία του "mutism"

01

the condition of being unable or unwilling to speak

word family

mute

mute

Noun

mutism

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store