LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mutism
/mjˈuːtɪzəm/
/mjˈuːɾɪzəm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mutism"
Mutism
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the condition of being unable or unwilling to speak
word family
mute
mute
Noun
mutism
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mutisia
mutiny
mutinus caninus
mutinus
mutinous
muton
mutt
mutter
mutterer
muttering
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App