Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Accelerando
01
σταδιακή αύξηση του τέμπο, προοδευτική αύξηση της ταχύτητας
a gradually increasing tempo of music
accelerando
01
επιταχύνοντας
with increasing speed
accelerando
01
επιταχυνόμενος, σταδιακά ταχύτερος
(music) gradually increasing in tempo



























