LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mud-beplastered
/mˈʌdbˈɛplastəd/
/mˈʌdbˈɛplæstɚd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "mud-beplastered"
mud-beplastered
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
covered with or as if with mud
word family
mud-beplastered
mud-beplastered
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mud turtle
mud stain
mud puddle
mud plantain
mud pie
mud-brick
mud-wrestle
mudder
muddied
muddiness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App