Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mucilaginous
01
βλεννώδης, κολλώδης
having a thick, sticky, and gelatinous texture
Παραδείγματα
The mucilaginous sap of the plant was used as a natural adhesive.
Ο βλεννώδης χυμός του φυτού χρησιμοποιήθηκε ως φυσικό κόλλα.
The stew had an unusual mucilaginous consistency due to the okra.
Το στιφάδο είχε μια ασυνήθιστη βλεννώδη σύσταση λόγω της μπάμιας.
Λεξικό Δέντρο
mucilaginous
mucilage



























