Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mrs
01
Κυρία, Κα.
a formal title for a married woman
Παραδείγματα
Mrs. Smith will chair the committee meeting tomorrow.
Κα. Σμιθ θα προεδρεύσει στη συνεδρίαση της επιτροπής αύριο.
The package was addressed to Mrs. Margaret Johnson.
Το πακέτο απευθυνόταν στην Κυρία Μάργκαρετ Τζόνσον.
02
Κυρία, Γυναίκα
a woman who is married to someone
Παραδείγματα
I met my brother 's Mrs at the family reunion.
Γνώρισα την κυρία του αδερφού μου στην οικογενειακή επανένωση.
We invited John and his Mrs to the dinner party.
Προσκαλέσαμε τον John και την σύζυγό του στο δείπνο.



























