Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Motorbike
01
μοτοσικλέτα, μηχανή
a light vehicle that has two wheels and is powered by an engine
Παραδείγματα
He loves riding his motorbike along the scenic coastal roads during the summer.
Λατρεύει να οδηγεί τη μοτοσικλέτα του κατά μήκος των γραφικών παράκτιων δρόμων το καλοκαίρι.
The motorbike zoomed past us, its engine roaring as it navigated through traffic.
Η μοτοσικλέτα πέρασε με ταχύτητα δίπλα μας, η μηχανή της βροντώντας καθώς περνούσε μέσα από την κίνηση.
to motorbike
01
οδηγώ μοτοσικλέτα, καβαλάω μοτοσικλέτα
ride a motorcycle
Λεξικό Δέντρο
motorbike
motor
bike



























