Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
motherly
01
μητρικός, μητερούλικος
having qualities typically associated with a mother, such as care, nurturing, and protection
Παραδείγματα
She gave him a motherly hug when he felt upset, comforting him instantly.
Του έδωσε μια μητρική αγκαλιά όταν αισθάνθηκε αναστατωμένος, παρηγορώντας τον αμέσως.
Her motherly care for her children was evident in everything she did.
Η μητρική φροντίδα της για τα παιδιά της ήταν εμφανής σε ό,τι έκανε.
Λεξικό Δέντρο
motherliness
motherly
mother



























