LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mossy
/mˈɒsi/
/mˈɔsi/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "mossy"
mossy
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
overgrown with moss
02
(used pejoratively) out of fashion; old fashioned
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mosstone
mossbauer
mossback
mossad
moss-trooper
mossy saxifrage
most
most especially
most importantly
most valuable player
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App