atheist
a
ˈeɪ
ει
theist
θiəst
θιαστ
British pronunciation
/ˈe‍ɪθɪˌɪst/

Ορισμός και σημασία του "atheist"στα αγγλικά

01

άθεος, απιστών

someone who does not believe in the existence of God or gods
example
Παραδείγματα
The atheist preferred scientific explanations over religious beliefs.
Ο άθεος προτιμούσε επιστημονικές εξηγήσεις από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
She identified as an atheist but respected her friends' faiths.
Αυτοπροσδιορίστηκε ως άθεη αλλά σεβάστηκε τις θρησκείες των φίλων της.
01

αθεϊστικός, άθεος

relating to beliefs which deny the existence of God or any gods
example
Παραδείγματα
The atheist community organized a conference to discuss secular ethics and humanism.
Η αθεϊστική κοινότητα οργάνωσε μια διάσκεψη για να συζητήσει για την κοσμική ηθική και τον ανθρωπισμό.
His atheist beliefs led him to question traditional religious teachings.
Οι αθεϊστικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν να αμφισβητήσει τις παραδοσιακές θρησκευτικές διδασκαλίες.

Λεξικό Δέντρο

atheist
athe
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store