Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Atheism
01
αθεϊσμός, άρνηση της ύπαρξης του Θεού
the belief that rejects the existence of God or a higher power
Παραδείγματα
He openly discussed his atheism with his friends.
Συζήτησε ανοιχτά τον αθεϊσμό του με τους φίλους του.
Atheism was a common belief in the philosophical group.
Ο αθεϊσμός ήταν μια κοινή πεποίθηση στη φιλοσοφική ομάδα.



























