Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
moronic
01
ηλίθιος, βλακώδης
characterized by extreme foolishness, lack of intelligence, or absurdity
Παραδείγματα
Making moronic comments during the important meeting, he jeopardized his credibility with the team.
Κάνοντας ηλίθια σχόλια κατά τη διάρκεια της σημαντικής συνάντησης, θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία του με την ομάδα.
Her moronic attempt to fix the computer issue without any knowledge of technology only made the problem worse.
Η ηλίθια προσπάθειά της να διορθώσει το πρόβλημα του υπολογιστή χωρίς καμία γνώση τεχνολογίας μόνο χειροτέρευσε το πρόβλημα.
Λεξικό Δέντρο
moronic
moron



























