LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Moped
/mˈəʊpɛd/
/ˈmoʊpɛd/, /ˈmoʊpt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "moped"
Moped
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a motorcycle with a weak engine and pedals
Παράδειγμα
Mopeds
are
popular
among
students
for
their
affordability
and
convenience
on
college
campuses
.
He
decided
to
buy
a
moped
for
his
daily
commute
to
work
to
save
on
fuel
costs
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App