LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Monogynous
/mɒnˈəʊdʒɪnəs/
/mɑːnˈoʊdʒɪnəs/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "monogynous"
monogynous
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having one head or chief wife at a time (along with concubines)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
monogynist
monogynic
monograph
monogram
monogenic disorder
monogyny
monohybrid
monohybrid cross
monohydrate
monoicous
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App