Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mocking
01
χλευαστικός, ειρωνικός
abusing vocally; expressing contempt or ridicule
Παραδείγματα
His mocking tone made her laugh despite herself.
Ο χλευαστικός του τόνος την έκανε να γελάσει παρά τη θέλησή της.
The mocking giggles from the audience only fueled his performance.
Τα χλευαστικά γέλια του κοινού τροφοδότησαν μόνο την παράστασή του.
Λεξικό Δέντρο
mockingly
mocking
mock



























