Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
at large
01
ελεύθερος, δραπέτης
having escaped, especially from confinement
at large
01
γενικά, συνολικά
in a general manner, without specific limitations
Παραδείγματα
The conference aimed to address environmental issues at large, not just focusing on specific regions.
Η διάσκεψη είχε στόχο να αντιμετωπίσει τα περιβαλλοντικά ζητήματα σε γενικές γραμμές, όχι μόνο εστιάζοντας σε συγκεκριμένες περιοχές.
The policy changes were implemented to improve safety at large within the organization.
Οι αλλαγές στην πολιτική εφαρμόστηκαν για να βελτιώσουν την ασφάλεια γενικά μέσα στον οργανισμό.



























