LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Middle-aged man
/mˈɪdəlˈeɪdʒd mˈan/
/mˈɪdəlˈeɪdʒd mˈæn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "middle-aged man"
Middle-aged man
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a man who is roughly between 45 and 65 years old
word family
middle-aged man
middle-aged man
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
middle-aged
middle watch
middle thyroid vein
middle term
middle temporal vein
middle-aged spread
middle-class
middle-distance running
middle-ear deafness
middle-level
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App