LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mickle
/mˈɪkəl/
/ˈmɪkəɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mickle"
Mickle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(often followed by `of') a large number or amount or extent
word family
mickle
mickle
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mickey spillane
mickey mousing
mickey mouse
mickey finn
mickey
miconazole
micro
micro chip
micro-cook
micro-organism
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App