LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Methacrylic acid
/mˌɛθɐkɹˈɪlɪk ˈasɪd/
/mˌɛθɐkɹˈɪlɪk ˈæsɪd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "methacrylic acid"
Methacrylic acid
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an unsaturated acid (C4H6O2) used to make resins and plastics
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
methacholine
metformin
meterstick
metering mode
metered-dose inhaler
methadon
methadone
methadone hydrochloride
methamphetamine
methamphetamine hydrochloride
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App